- ἀρτίγονα
- ἀρτίγονοςneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απολίθωμα — Οι ζωικοί ή φυτικοί οργανισμοί ή μέρη τους που έζησαν στο παρελθόν, περικλείστηκαν μέσα σε ιζηματογενείς αποθέσεις του φλοιού της Γης και διατηρήθηκαν μέχρι σήμερα. Η επιστήμη που μελετά τα α. λέγεται παλαιοντολογία. Η διατήρησή τους… … Dictionary of Greek
ολοθουροειδή — (holothuridae). Ομοταξία εχινόδερμων θαλάσσιων ζώων, που περιλαμβάνει τις τάξεις των ασπιδοχείρων, των δενδροχείρων, των μολπαδωτών και των ελασιπόδων. Τυπικός εκπρόσωπος όλων των ο. είναι το γένος ολοθουρία. * * * τα ζωολ. ομοταξία εχινοδέρμων… … Dictionary of Greek
ολόστεοι — οι ζωολ. ανθυφομοταξία ακτινοπτερύγιων ιχθύων με σκελετική οργάνωση ενδιάμεση μεταξύ τών χονδρόστεων και τών τελεόστεων, ομοταξίας τής οποίας υπάρχουν σήμερα μόνον δύο αρτίγονα γένη, ενώ αφθονούσαν κατά το μεσοζωικό … Dictionary of Greek
οστρακώδης — ες (ΑΜ ὀστρακώδης, ῶδες) [όστρακον] 1. αυτός που μοιάζει με όστρακο, οστρακοειδής 2. αυτός που αποτελείται από όστρακο, οστράκινος («δέρμα μαλακὸν καὶ μὴ ὀστρακῶδες, ὥσπερ τῆς χελώνης», Αριστοτ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οστρακώδη (ζωολ … Dictionary of Greek
οφιουροειδή — Ομοταξία εχινοδέρμων με αστεροειδές σώμα. Διακρίνονται από τους θαλάσσιους αστερίες γιατί οι βραχίονές τους –συνήθως πέντε– είναι κυλινδρικοί, λεπτοί, πολύ ευκίνητοι και μερικές φορές αρκετά διακλαδισμένοι και διακρίνονται καθαρά από τον κεντρικό … Dictionary of Greek
περισσοδάκτυλος — η, ο και περιττοδάκτυλος, η, ο / περισσοδάκτυλος, ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. περιττοδάκτυλος, ον Α αυτός που έχει περισσότερα από τον κανονικό αριθμό δάκτυλα τού χεριού ή τού ποδιού («τοῑς ὄγκοις μεγάλαι καὶ περιττοδάκτυλοι», Γεωπ.) νεοελλ. (το ουδ.… … Dictionary of Greek
πλεκτόγναθοι — Τάξη οστεοϊχθύων, τα είδη της οποίας χαρακτηρίζονται από τα σαγόνια τους, που έχουν το σχήμα ράμφους. Το σώμα των π. είναι κυκλικό ή σφαιρικό και συνήθως σκεπασμένο από οστέινες πλάκες και έχει αγκάθια. Οι π. είναι γνωστοί με το όνομα φεγγαρόψαρα … Dictionary of Greek
πτηνό — το / πτηνόν, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πτανόν Α σπονδυλωτό ζώο που έχει φτερά, που πετά, πουλί (α. «αποδημητικό πτηνό» β. «πολλὴ μὲν γὰρ ἡ τῶν ἐνυδρων, πολλὴ δὲ ἡ τῶν πτηνῶν [θήρα]», Αριστοτ.) νεοελλ. στον πληθ. τα πτηνά ζωολ. ομοταξία δίποδων ομοιόθερμων … Dictionary of Greek
σαρκοφάγος — Νεκρική λάρνακα λίθινη ή πήλινη, σε χρήση από την προϊστορική εποχή ως το Μεσαίωνα. Οι πρώτες σ. εμφανίζονται στην Αίγυπτο κατά την 3η π.Χ. χιλιετία: είναι ξύλινες κιβωτιόσχημες, με ζωγραφική ή πλαστική διακόσμηση, ή ανθρωποειδείς με κάλυμμα που… … Dictionary of Greek
σολομονόμορφοι — και σολομόρφοι, οι, Ν ζωολ. τάξη πρωτόγονων τελεόστεων ιχθύων με 7 υποτάξεις και 1.000 περίπου αρτίγονα είδη τών γλυκών νερών, τής θάλασσας ή ανάδρομα, μεταξύ τών οποίων είναι τα γνωστά για τη μεγάλη εμπορική αξία τους πέστροφα και σολομός.… … Dictionary of Greek